στερνόμαντις

στερνόμαντις
ὁ, ἡ, γεν. αρσ. -άντεως, γεν. θηλ. -άντιδος, ΜΑ
άτομο που προφητεύει με αυθυποβολή ή υποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + μάντις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερνόμαντις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνομάντεις — στερνόμαντις fem nom/voc pl (attic epic) στερνόμαντις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνομάντεσι — στερνόμαντις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνομάντισιν — στερνόμαντις fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερνόμαντιν — στερνόμαντις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”